αφαιρετός

αφαιρετός
η , ό[ν]
1) отделимый; съёмный; вставной (о зубах); накладной (о волосах); 2) переносный;

αφαιρετή κλίμακα — переносная лестница


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αφαιρετός" в других словарях:

  • ἀφαιρετός — to be taken away masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαιρετόν — ἀφαιρετός to be taken away masc/fem acc sg ἀφαιρετός to be taken away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαίρετον — ἀφαιρετός to be taken away masc/fem acc sg ἀφαιρετός to be taken away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαιρετά — ἀφαιρετός to be taken away neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαιρέτους — ἀφαιρετός to be taken away masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφαίρετος — καταφαίρετος, ον (Α) αυτός που αφαιρείται ή έχει αφαιρεθεί από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αφαίρετος (< ἀφαιρῶ), πρβλ. αυ θαίρετος, δυσ αφαίρετος] …   Dictionary of Greek

  • ευαφαίρετος — εὐαφαίρετος, ον (ΑΜ) αυτός που αφαιρείται εύκολα, ευκολοαφαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αφαιρετός (< αφαιρώ)] …   Dictionary of Greek

  • προτονίσκος — ο, Ν ναυτ. μικρός αφαιρετός πρότονος τής στήλης τού ιστού λέμβου, που απολήγει στο άκρο τού δορατίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότονος + υποκορ. κατάλ. ίσκος* (πρβλ κολπ ίσκος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»